Θαύμαζα τον Φρανσουά Μιτεράν κι όταν εξελέγη για πρώτη φορά, στις 10 Μαΐου 1981, κατέβηκα να γιορτάσω μαζί με τα πλήθη στην πλατεία της Βαστίλης. Ο Μιτεράν υπήρξε ένα από τα ινδάλματά μου: δεν ήταν λαϊκιστής (λόγου χάρη, υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει τη θανατική ποινή μολονότι η πλειοψηφία των Γάλλων δεν είχε πεισθεί), σεβόταν τον εαυτό του, δεν έχασε ούτε για μια στιγμή τη σοβαρότητά του.

triantmitt1-thumb-largeΌσοι τον διαδέχτηκαν ήταν, συγκριτικά, φαιδρά άτομα: ο Ζακ Σιράκ – παρά μια μορφή καλοσύνης που τον χαρακτηρίζει – ο Νικολά Σαρκοζί, ο Φρανσουά Ολάντ. Ωστόσο, στη Γαλλία, όπως σε όλες τις θεσμικές κοινωνίες, η προσωπικότητα του ηγέτη, αν και επηρεάζει την καθημερινή αισθητική, ελάχιστα παρεμβαίνει στην πορεία της οικονομίας. Κι εδώ έγκειται το χρόνιο πρόβλημα της Γαλλίας.

Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία είχαν αρχίσει πριν από την εκλογή του Μιτεράν – και οι περισσότερες (αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, δικαίωμα στην άμβλωση) αποτελούσαν σύμπραξη μεταξύ της κεντροδεξιάς και της αριστεράς, το λαμπρό παράδειγμα της διαπαραταξιακής προόδου. Η γαλλική κοινωνία εξελίχθηκε ραγδαία επί Ζορζ Πομπιντού και Ζισκάρ ντ’ Εστέν – αυτή της η εξέλιξη οδήγησε στην ανάδειξη της Αριστεράς το 1981. Νομίζω πως όσα συνέβησαν από τότε δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς: το UΜΡ έχει επικρίνει τα πεπραγμένα των Σοσιαλιστών, αλλά δεν τα έχει αποτιμήσει το ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνει τα παλιά λάθη. Κι επειδή μπροστά στο «μικρό» μέγεθος του Ολάντ η μιτερανμανία εντείνεται, έχουμε την τάση να παραβλέπουμε τους λανθασμένους χειρισμούς και τις αποτυχίες όχι μόνον της προεδρίας του Μιτεράν, αλλά και της κληρονομιάς που άφησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Ο Μιτεράν δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την ανεργία, συνέβαλε με την πολιτική του στο δημοσιοϋπαλληλικό εργασιακό ήθος και δεν φαίνεται να κατανόησε την παγκοσμιοποίηση – αν και, για να είμαστε δίκαιοι, προέβλεψε ότι η ενοποιημένη Γερμανία θα αποκτούσε ηγεμονική οπτική. Καθώς λοιπόν οι σημερινοί Σοσιαλιστές ηγέτες είναι παιδιά του Μιτεράν, βρίσκονται σήμερα μπροστά σ’ ένα δίλημμα: είτε να συνεχίσουν τη μιτερανμανία, είτε να παραδεχτούν τα σφάλματα και να τοποθετήσουν την πρόσφατη γαλλική ιστορία στις διαστάσεις της.

Το πρώτο σφάλμα των Σοσιαλιστών ήταν η αύξηση του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων πίσω από τα οποία, ωστόσο, αναπτύχθηκε η σοσιαλιστική πολιτική. Το αν θα μπορούσαν να ενισχύσουν το κράτος προνοίας, όπως το ενίσχυσαν χωρίς να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, παραμένει μια σπαζοκεφαλιά. Πάντως, το γαλλικό κράτος μετά τον Μιτεράν φάνηκε καθησυχαστικό, σαν ένας προστατευτικός μπαμπάς που επαναλαμβάνει στα παιδιά του πως όλα θα πάνε καλά. Το ίδιο λέει σήμερα ο Φρανσουά Ολάντ σαν να μη θέλει να εξάψει τα πνεύματα, κυρίως τα πνεύματα των συνδικάτων. Όλα θα πάνε καλά, διατηρώ τον έλεγχο.

Το κεντρικό μειονέκτημα των Σοσιαλιστών είναι ότι αρνούνται να ανησυχήσουν: παριστάνουν τους καλούς και χαρούμενους ανθρώπους έναντι των κακών και δύστροπων Δεξιών. Πράγματι, ο πολιτικός λόγος της γαλλικής Δεξιάς, από το UMP μέχρι το Εθνικό Μέτωπο, χαρακτηρίζεται από καταστροφολογία και εφιάλτες συντέλειας. Από την άλλη πλευρά, οι Σοσιαλιστές δίνουν την εντύπωση ότι ζουν στον παράδεισο των τρελών: δεν βλέπουν ότι οι κεϋνσιανές συνταγές (π.χ. η τόνωση της ανάπτυξης μέσω ενέσεων ρευστού) δεν λειτουργούν πια, ούτε ότι το κράτος προνοίας έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης ενθαρρύνοντας τον παρασιτισμό. Κατεβαίνουν, μες την τρελή χαρά, στη Βαστίλη για να διαδηλώσουν υπέρ του γάμου για όλους… Ο Ολάντ επαναλαμβάνει: «το 2013 θα ανατραπεί η καμπύλη της ανεργίας» – μόνο που δεν μας λέει πώς, κι εξάλλου το 2013 έχει φτάσει κιόλας στη μέση. Επιπροσθέτως, πολλές από τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις, όπως η εβδομάδα των 35 ωρών και η σύνταξη στα 60 (υπερβολικά νωρίς για χώρα με προσδόκιμο 81 χρόνια), όχι μόνον δεν μείωσαν την ανεργία, αλλά δημιούργησαν προνομιούχα στρώματα με χαμηλή παραγωγικότητα. Κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να αγγίξει αυτά τα ταμπού. Αντιθέτως, ο Μισέλ Ροκάρ προτείνει τώρα εβδομάδα 32 ωρών απαξιώνοντας την εργασία και διεκδικώντας το δικαίωμα στην τεμπελιά.

Κι ενώ αναπτύσσεται αριστερή ρητορεία -φορολόγηση των πολύ υψηλών εισοδημάτων με 75%, κηρύγματα υπέρ της φυλετικής ποικιλίας, θέσπιση «επαναστατικών» νόμων όπως ο περί γάμου για όλους- τα παιδιά του Μιτεράν προσπαθούν να διαχειριστούν την οικονομική κρίση με τη μέθοδο της Άνγκελα Μέρκελ. Ήδη από το 1990, η κυβέρνηση Ροκάρ-Μπερεγκοβουά προχωρούσε στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς κεφαλαίων -και, κατά κάποιον τρόπο, οι Σοσιαλιστές υιοθετούσαν την πεποίθηση ότι οι λεγόμενες «αγορές» είχαν την εσωτερική ικανότητα να αυτορυθμίζονται- αλλά ιδού τα αποτελέσματα ή γιατί ο Μίλτον Φρίντμαν είχε ελαφρώς άδικο.

Σήμερα οι κινητήρες της ανάπτυξης φαίνονται χαλασμένοι. Ο Φρανσουά Ολάντ προσπαθεί να θέσει σε λειτουργία έναν από αυτούς -τις επενδύσεις- οι οποίες, αν όλα πάνε καλά, θα συμβάλουν, τόσο στη μείωση της ανεργίας, όσο και του υψηλού κόστους που έχει η ανεργία για το γαλλικό κράτος. Αλλά, για μια ακόμα φορά, το πρόβλημα είναι βαθύτερο: σχετίζεται με την ίδια τη φύση του σημερινού καπιταλισμού, με τον τυχαίο χαρακτήρα του, με την απο-υλοποίησή του: η ανεργία δεν είναι συγκυριακή, είναι δομική.

Ο Μιτεράν δεν έδειξε να κατανοεί ότι η ανεργία στη Γαλλία -και γενικότερα στην Ευρώπη- σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση, τη σχετική αποβιομηχάνιση και το εργασιακό δίκαιο που απωθεί τους επενδυτές. Εδώ υπάρχει κι άλλη σπαζοκεφαλιά: χωρίς την αποβιομηχάνιση, η Γαλλία θα πιεζόταν ακόμα περισσότερο από μεταναστευτικά κύματα• η ανακατανομή της βιομηχανίας στον κόσμο εκτονώνει αυτές τις πιέσεις. Ποια είναι, λοιπόν, η λύση;

Σήμερα τα παιδιά του Μιτεράν συγκροτούν μια μυθολογία γύρω από την ένδοξη προεδρία, χωρίς να αναγνωρίζουν ότι μέρος του προβλήματος είναι το σοσιαλδημοκρατικό κατεστημένο. Σ’ αυτό το κατεστημένο οι υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης πληρώνουν 10 δισ. ευρώ ετησίως για τις «χαμένες μέρες εργασίας»: παρά την επίμονη ανεργία οι Γάλλοι δεν φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους – διότι δεν υπάρχει δυσκολότερο και ακριβότερο πράγμα από το να απολύσεις έναν εργαζόμενο.

Αναρωτιέμαι πώς θα διαχειριζόταν τη σημερινή κατάσταση ο Φρανσουά Μιτεράν: πώς θα διαχειριζόταν τον γερμανικό ηγεμονισμό (νομίζω ότι η παρουσία του θα ήταν συντριπτική έναντι των άλλων Ευρωπαίων ηγετών), την τραπεζοπιστωτική κρίση (ίσως χρησιμοποιούσε την τακτική του Ομπάμα), τον ισλαμικό φανατισμό (ίσως επέμενε περισσότερο στην αξία του κοσμικού κράτους απ’ όσο επιμένουν οι Σοσιαλιστές σήμερα) και την άνοδο του Εθνικού Μετώπου μέσω της κομματικής μεταρρύθμισης της Μαρίν Λε Πεν. Έτσι κι αλλιώς, η μιτερανμανία δεν είναι παρά μια μεταφορά, ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν βρίσκονται στο ύψος των περιστάσεων κι ότι, όπως άλλαξε η φύση του καπιταλιστικού συστήματος, άλλαξε και η φύση της εξουσίας: αυτή την εποχή στην Ευρώπη δεν υπάρχουν οραματιστές, υπάρχουν κρατικοί υπάλληλοι, δημιουργήματα των λαϊκών media – εκλεγμένοι που φοβούνται, μαζί και ταυτοχρόνως, τα συνδικάτα, τους ιμάμηδες και τα πλήθη που κατεβαίνουν στη Βαστίλη.

Tης Σώτης Τριανταφύλλου

*Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι συγγραφέας.

Πηγή: protagon.gr