Λίγο μετά τις 10 το βράδυ, παγωμένη, ανέβηκα στο λεωφορείο και πήγα να βγάλω εισιτήριο στο μηχάνημα.

taxaccor1-thumb-largeΟ πιτσιρίκος που έπαιζε με τα κουμπιά βιάστηκε να μου πατήσει το κουμπί για το “μισό”. “Εγώ είμαι μεγάλη”, του είπα. “Να πατήσεις το σωστό για μένα”. “Ποιο είναι;” με ρώτησε με σοβαρότητα. Του έδειξα. Γεμάτος χαρά, το πάτησε. Του έδωσα τα χρήματα να τα βάλει μέσα. Τα έβαλε, βγήκε το εισιτήριο, μου το έδωσε όλος χαρά. “Έχεις και για μένα;” ρώτησε. “Κάτσε να δούμε” του είπα. Βρήκα ένα ευρώ, προσπάθησα να το χαλάσω από κάποιον απ’ τους επιβάτες που κοιτούσαν με απορία την τρελή που μόλις ανέβηκε έπιασε φιλίες με το χαμίνι. Μια γυναίκα μ’ ένα ακορντεόν λίγο παραπέρα μας κοιτούσε με ανησυχία, ενώ ένας λίγο μεγαλύτερος πιτσιρίκος με ακορντεόν, επίσης, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.

Μέχρι να χαλάσω, ήρθε η ώρα να κατεβώ. Ήρθε κι η γυναίκα με το ακορντεόν, “κατεβαίνουμε κι εμείς”, είπε. Κακοντυμένη, της έλειπαν τα περισσότερα δόντια, εμφανώς πλανόδια και πάμφτωχη. Περάσαμε όλοι μαζί το δρόμο. “Πού μένετε;” ρώτησα. Μου είπε, λίγο παραπάνω από μένα. Από τη Βουλγαρία, “έχω 4 παιδιά. Άντρας στη Βουλγαρία. Εσύ έχεις παιδιά;” Όχι, δεν έχω. “Θέλεις αυτό;” μου είπε χαμογελώντας και δείχνοντας τον πιτσιρίκο που πιάσαμε παρτίδες στο λεωφορείο. “Βέβαια το θέλω”, της είπα. “Μου το δίνεις;” “Είναι πολύ τρελό” μου είπε. Το “τρελό” με κοιτούσε γλυκά και χαμογελαστά. Γέλασε κι η μαμά. “Εγώ μια χαρά τον βλέπω κι ευχαρίστως, άμα δεν το θες, να τον μεγαλώσω εγώ” της είπα. Τον λένε Ηλία και πρέπει να είναι 7-8 ετών.

“Έχεις καμιά κουβέρτα; Κρυώνουμε…” μου είπε η μαμά. Πρέπει να σας πω ότι η συζήτηση γινόταν με διερμηνείς τα παιδιά. “Κάτι θα βρούμε” της είπα. Πήγαμε προς το σπίτι μου. Με περίμεναν κάτω. Ανέβηκα, βρήκα δυο κουβερτούλες που δεν χρειαζόμουν κι ένα μπουφάν που ήθελα να δώσω κάπου και τους τα κατέβασα. Με ευχαρίστησαν θερμά. Μου είπαν για τον “μπαμπά στη Βουλγαρία, άμα κάνουμε εμάς λεφτά, θα τον φέρουμε εδώ”. Τα άλλα δυο παιδιά τους περίμεναν στο σπίτι.

Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Τους καληνύχτισα. Ο μικρός με φίλησε στο μάγουλο. Της ξαναείπα ότι ευχαρίστως να τον πάρω να τον μεγαλώσω. Πιθανόν να ξανασυναντηθούμε, μια γειτονιά είμαστε και δεν υπάρχει περίπτωση να μην τους βρω κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, έτσι κι αλλιώς όπου ακούω ακορντεόν κοντοστέκομαι.

Δεν θέλω να μου πει κανείς “μπράβο”, δεν γράφω γι αυτό το λόγο αυτή την ιστορία. Απλώς, σκάω γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω εκείνη την ώρα. Κι επειδή είμαι πολύ επιρρεπής σε τέτοιου είδους ιστορίες, αναρωτιέμαι πότε θα ξαναβρεθώ σε ανάλογη θέση και τι θα κάνω τώρα που δεν έχω καν άλλη κουβέρτα να δώσω…

Της Χριστίνας Ταχιάου

Πηγή: protagon.gr